άλεση

άλεση
Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν με ανυψωτήρες ή μεταφορικές ταινίες, να κονιοποιηθούν, ώστε να είναι δυνατή η αποκομιδή τους με μεταφορείς πεπιεσμένου αέρα, και τέλος να είναι δυνατός ο σχηματισμός ομοιογενών μειγμάτων. Η ά.μπορεί να υποδιαιρεθεί σε τρεις κύριες διαδικασίες, στις οποίες αντιστοιχούν τρεις κατηγορίες μηχανών με κατάλληλα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά για την εκτέλεση των διαδικασιών αυτών. Οι διαδικασίες αυτές είναι κατά σειρά η θραύση, η δευτερογενής θραύση και η κυρίως λειοτρίβηση. Η θραύση εκτελείται σε σκληρά υλικά, συνήθως μεγάλων κοκκομετρικών διαστάσεων, όπως είναι οι βράχοι, ή και μέσων, όπως τα μεταλλεύματα και ορισμένοι τύποι ειδικών χημικών προϊόντων. Οι μηχανές που χρησιμοποιούνται για τη διαδικασία αυτή είναι οι θραυστήρες. Η δευτερογενής θραύση είναι η διαδικασία που συνήθως ακολουθεί τη θραύση και επομένως οι μηχανές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτήν (τριβείς) τροφοδοτούνται με υλικό που έχει ήδη υποστεί τη σχετική κατεργασία στους θραυστήρες ή που έχει πολύ λεπτή κοκκομετρική σύνθεση, το μέγιστο 50 χιλιοστά. Ο κυλινδρόμυλος, μια από τις μηχανές αυτές, αποτελείται από δύο περιστρεφόμενους κυλίνδρους με οριζόντιο άξονα από σκληρό χάλυβα, μεταξύ των οποίων παρασύρεται το υλικό, συνθλίβεται και τρίβεται. Άλλοι τριβείς είναι: ο μύλος Σίμον, με ομόκεντρους δίσκους· οι μυλόπετρες, που αποτελούνται από δύο βαρείς λίθινους τροχούς, ενωμένους μεταξύ τους, οι οποίοι περιστρέφονται μέσα σε μια λίθινη λεκάνη όπου τρίβεται το προϊόν. Άλλες μηχανές του είδους αυτού είναι ο μύλος σε σχήμα κώδωνα, ο μύλος με σφύρες ή κόπανους και οι σπαστήρες με επάλληλους δίσκους που περιστρέφονται κατά αντίθετη φορά και έχουν κυλινδρικές σφύρες. Η κυρίως λειοτρίβηση είναι η τελική διαδικασία με την οποία το προϊόν ανάγεται σε λεπτότατα κομμάτια ή σε σκόνη. Χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό οι μυλόπετρες, που αποτελούνται από δύο επάλληλους οριζόντιους τροχούς ρυθμιζόμενης απόστασης, από τους οποίους ο ένας κινείται, ενώ ο άλλος είναι ακίνητος. Υπάρχουν λοιπόν ο μύλος με μεταλλικές σφαίρες που κινείται μέσα σε ένα οριζόντιο περιστρεφόμενο τύμπανο και ανάγει το υλικό σε σκόνη, ο μύλος Κεντ, που χρησιμοποιείται για την κονιοποίηση του τσιμέντου, ο φυγοκεντρικός μύλος κ.ά. Η άλεση είναι η πρώτη διαδικασία στην οποία υποβάλλονται οι καρποί και τα σπέρματα για την εξαγωγή λαδιού ή άλλων χυμών.
* * *
η (Α ἄλεσις) [ἀλῶ]
το άλεσμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άλεση — η το να αλέθει κανείς, το άλεσμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεστικός — ή, ό 1. αυτός που χρησιμεύει για την άλεση: Πήραν μια φτηνή αλεστική μηχανή. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αλεστικά η αμοιβή του μυλωνά για την άλεση: Ανέβηκαν φέτος τα αλεστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλεσμα — το (Μ ἄλεσμα) [ἀλῶ] αυτό που αλέστηκε, το προϊόν τής άλεσης νεοελλ. 1. το να αλέθει κανείς, η άλεση 2. αυτό που μεταφέρεται στον μύλο για να αλεστεί …   Dictionary of Greek

  • άλησις — (I) ἄλησις ( εως), ο (Α) [ἀλῶμαι] περιπλάνηση, περιφορά (τού ήλιου). (II) ἄλησις ( εως), η (Α) [ἀλῶ] άλεση, άλεσμα …   Dictionary of Greek

  • αλεσιά — η [αλέθω] 1. άλεση, άλεσμα 2. ποσότητα δημητριακών, καφέ κ.λπ., που παίρνουμε με ένα άλεσμα …   Dictionary of Greek

  • αλεσμός — ἀλεσμός, ο (Α) [ἀλῶ] άλεση, άλεσμα …   Dictionary of Greek

  • αλεστικός — ή, ό (Μ ἀλεστικός, ή, όν) [αλεστής] 1. ο σχετικός με την άλεση, ο χρήσιμος στο άλεσμα («αλεστική μηχανή») 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αλεστικά η δαπάνη για το άλεσμα, η αμοιβή τού μυλωνά …   Dictionary of Greek

  • αλετός — ἀλετός, ο (Α) [ἀλῶ] 1. το άλεσμα, η άλεση 2. το προϊόν τού αλέσματος, το αλεύρι …   Dictionary of Greek

  • αλευρόμυλος — Συσκευή, μηχάνημα ή συγκρότημα μηχανημάτων, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλευριού από την άλεση δημητριακών, οσπρίων κλπ. Η μέθοδος αυτή, τουλάχιστον στην εμβρυακή της μορφή, ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια (χειρόμυλος). Αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”